- λόγι'
- λόγια , λόγιονoracleneut nom/voc/acc plλόγια , λόγιοςofneut nom/voc/acc plλόγιε , λόγιοςofmasc voc sgλόγιαι , λόγιοςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
-λόι — βλ. λόγι … Dictionary of Greek
αγουρολόγι — και αγουρολόι, το 1. συγκομιδή άγουρων καρπών 2. συνεκδ. ο καρπός της ελιάς που μαζεύεται προτού ωριμάσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρο + παραγ. κατάληξη –λόγι] … Dictionary of Greek
αντρολόι — κ. λόγι, το πλήθος ανδρών … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μυθολόγι — μυθολόγι, τὸ (Μ) μυθώδης ιστορία, παραμύθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λόγι(ον)* ή < μυθολογῶ, κατά το μοιρολόγι < μοιρολογῶ] … Dictionary of Greek
μωρολόγι — μωρολόγι, τὸ (Μ) ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λογι*] … Dictionary of Greek
σκουπιδολόϊ — το, Ν 1. σωρός, πλήθος από απορρίμματα 2. μτφ. σύνολο από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + λόι / λόγι* (πρβλ. συγγενο λόι)] … Dictionary of Greek
σκυλολόι — και σκυλολόγι, το, Ν 1. ομάδα, σύνολο σκύλων 2. μτφ. υβριστ. σύνολο ανθρώπων τών οποίων οι ισχυρισμοί, οι γνώμες και οι διαμαρτυρίες δεν αξίζει να λαμβάνονται υπ όψιν, γιατί μοιάζουν με γαυγίσματα σκύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + λόγι*] … Dictionary of Greek